Ῥουβήν

Ῥουβήν
Ῥουβήν, ὁ indecl. (רְאוּבֵן; LXX, Philo. Ῥουβήμ Test12Patr [in part]; JosAs 27:6. Ῥουβίμ Test12Patr [in part] and Just., D. 120, 1. Ῥουβίν Demetr.: 722 Fgm. 1, 3 al.; Joseph. has Ῥουβῆλος, ου [Ant. 1, 307]) Reuben, oldest son of Jacob and Leah (Gen 29:32) Rv 7:5. Ῥουβήλ (v.l. Ῥουβίμ) GJs 1:2; 6:3.—BHHW III 1624.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Koine Greek — Koine redirects here. For other uses, see Koine (disambiguation). History of the Greek language (see also: Greek alphabet) …   Wikipedia

  • Δαθάν — Βιβλικό πρόσωπο. Ιουδαίος από τη φυλή Ρουβήν, γιος του Ελιάβ. Ο Δ. και ο αδελφός του Αβειρών, υπό την αρχηγία του Λευίτη Κορέ, στασίασαν κατά του Μωυσή, όταν οι Ισραηλίτες επέστρεφαν στη Γη της Επαγγελίας (Αριθ. ΙΣΤ’). Και τα δύο αδέλφια… …   Dictionary of Greek

  • Εβραίοι — Αρχαίος σημιτικός λαός από τη Χαλδαία, που εγκαταστάθηκε κατά τα τέλη της 2ης χιλιετίας π.Χ. στη Γη της Χαναάν. Η ονομασία του οφείλεται, κατά την παράδοση, στον Έβερ, απόγονο του Σημ, γιου του Νώε. Οι Ε. ονομάζονταν επίσης και Ισραηλίτες, όνομα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”